- χειρουργικώς
- χειρουργικῶς, ΝΑεπίρρ. βλ. χειρουργικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρουργικῶς — χειρουργικός of technical dexterity adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρουργικός — ή, ό / χειρουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη… … Dictionary of Greek